H Ανδραβίδα είναι ιστορική κωμόπολη του Ν. Ηλείας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 18μ. και στη δεξιά όχθη του ποταμού Πηνειού. Έχει πληθυσμό πάνω από 4000 κατοίκους μαζί με τα δημοτικά διαμερίσματα: Στρούσι , Σταφιδόκαμπος και τον οικισμό Αγ. Γεώργιος. Είναι ανάμεσα από τους δήμους Γαστούνης, Τραγανού, Λεχαινών και Καστρου-Κυλλήνης. Στην Ανδραβίδα υπάρχει το πολεμικό αεροδρόμιο της 117 Π.Μ. το οποίο αναμένεται να γίνει και πολιτικό.

Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας ήταν η πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου του Μορέως με αξιόλογη κίνηση. Άκμασε ιδιαίτερα επί Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, οπότε και καθιερώθηκε ως πόλη των συνεδρίων των φεουδαρχών της Πελοποννήσου. Εδώ εκδόθηκε το «Χρονικόν του Μορέως», σύμφωνα με το οποίο η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 12 βαρονίες . Το 1433 η Ανδραβίδα, όπως και ολόκληρη η περιοχή περιήλθε στους Παλαιολόγους και το 1460 κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Σώζεται τμήμα του ιερού βήματος του Ναού της Αγίας Σοφίας.

Στο δημοτικό διαμέρισμα Ανδραβίδας περιλαμβάνονταν τα εξής 3 τοπικά διαμερίσματα:

Ο Άγιος Γεώργιος
Έχει περίπου 96 κατοίκους. Παλιά ονομασία του χωριού ήταν "Βραχναίικα" , προέρχεται από το χωριό Βραχνί Καλαβρύτων από όπου προέρχονται οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, η κατάληξη αίικα ή έικα είναι συνηθισμένη στην Αχαία και στην Ηλεία , ερμηνεύεται Βραχναίικα = Καλύβια Βραχναίων

Ο Σταφιδόκαμπος
Έχει 365 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνται κυρίως  με γεωργικές δραστηριότητες. Η παλιά ονομασία του ήταν  Μπράτι και στις  17/7/1928 μετονομάστηκε σε  Σταφιδόκαμπος.

Το Στρούσι
Είναι οικισμός (υψόμ. 15 μ.) του  Δήμοτικού διαμερίσματος Ανδραβίδας και έχει 365 κατοίκους

 


Αγία Σοφιά - Ανδραβίδα

Η Αγία Σοφία βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης κωμόπολης και αποτελεί ένα από τα ελάχιστα κατάλοιπα που υποδηλώνουν ότι η Ανδραβίδα υπήρξε κάποτε η πρωτεύουσα του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Από το ναό διατηρείται μόνο το τμήμα του ιερού. Αντιθέτως, τα λείψανα του κεντρικού. Παρόλα αυτά, υπάρχουν επαρκή στοιχεία, για να αναπαραστήσουμε την αρχική μορφή. Επρόκειτο για μια επιμήκη βασιλική με τρία κλίτη, με τετράγωνη αψίδα ιερού και ορθογώνιες αυτές που αντιστοιχούν στα κλίτη. Το κεντρικό κλίτος έχει διπλάσιο πλάτος από τα πλάγια, ενώ διακρίνονται ακόμη σε κάποια σημεία τα ίχνη των βάσεων των κιόνων, οι οποίοι πρέπει να έφεραν τις τοξοστοιχίες που χώριζαν τα κλίτη.

Σύμφωνα με τον Άγγλο περιηγητή των αρχών του 20ου αι., R. Rodd, αρχικά υπήρχαν 10 κίονες από γρανίτη, 4 από τους οποίους μεταφέρθηκαν σε άλλο ναό στα Λεχαινά. Αν και κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό, αυτοί δεν έχουν εντοπιστεί. Η κάλυψη πρέπει να γινόταν με οξυκόρυφη ξύλινη στέγη. κλίτους διακρίνονται ελάχιστα. Σε μερικά μόνο σημεία το ύψος τους ξεπερνά τα λίγα εκατοστά.

Τα δύο διαμερίσματα του ιερού στεγάζονται με σταυροθόλια με νευρώσεις, χωρίς εγκάρσιο τόξο. Τα παρεκκλήσια χωρίζονται από το ιερό με τοίχους χωρίς ανοίγματα. Αργότερα ανοίχτηκε μια θύρα, ανάμεσα στο ιερό και το βόρειο παρεκκλήσι. Τα δυο παρεκκλήσια μοιάζουν να είναι σχεδόν ίδια, αλλά στο νότιο το σταυροθόλιο με νευρώσεις είναι πιο ψηλό, υποδεικνύοντας ότι αυτά δεν χτίστηκαν ταυτόχρονα. Αυτό επιβεβαιώνεται έπειτα από μια προσεκτικότερη παρατήρηση, καθώς διαπιστώνεται και διαφορά πλάτους ανάμεσα στα ανοίγματα των τοξοστοιχιών των δυο παρεκκλησίων, η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί διαφορετικά. Το νότιο διαμέρισμα φαίνεται ότι δεν περιλαμβανόταν στο αρχικό σχέδιο και είναι μεταγενέστερη προσθήκη.

Το δάπεδο του ιερού είναι σχεδόν κατά 1,00μ. υπερυψωμένο από αυτό του κεντρικού κλίτους και η πρόσβαση πρέπει να γινόταν δια μέσου μερικών βαθμίδων. Σήμερα, το δάπεδό των παρεκκλησίων είναι υπερυψωμένο, λόγω της συγκέντρωσης αργών λίθων, αλλά την εποχή της Φραγκοκρατίας πρέπει να βρισκόταν στο επίπεδο των πλάγιων κλιτών. Αυτή η απουσία ομοιομορφίας δημιουργεί προβλήματα και, παρά το γεγονός ότι το νότιο κλίτος φαίνεται μεταγενέστερο, δεν υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο.

Τα τελευταία χρόνια ένας τοίχος χτίστηκε κατά μήκος του κεντρικού διαμερίσματος του ιερού, αλλά ένα τμήμα του απομακρύνθηκε κατά τη διάρκεια αναστηλωτικών έργων. Από αντίστοιχο τοίχο είναι φραγμένη και η είσοδος στο βόρειο παρεκκλήσι.

Εξωτερικό του κτηρίου

Εκτός από το ιερό και τα παρεκκλήσια που συνδέονται με αυτό, δεν σώζεται σχεδόν τίποτα από την ανωδομή του κυρίως ναού. Οι εξωτερικοί τοίχοι της ανατολικής πλευράς είναι κατασκευασμένοι από πελεκητούς λίθους. Σε μερικά σημεία εντοπίζονται τεμάχια πλίνθων, τα οποία χρησίμευαν για την πλήρωση μικρών κενών, πρακτική συνήθης στη βυζαντινή αρχιτεκτονική

Διαγώνιες αντηρίδες ενίσχυαν τις γωνίες των παρεκκλησίων και της αψίδας του ιερού. Σήμερα διατηρείται μια κάθετη στη βορειοδυτική γωνία του βόρειου παρεκκλησίου. Σε αυτό το σημείο διακρίνονται και τα ίχνη από μια κλίμακα που οδηγούσε στο μιναρέ. Κατά την Τουρκοκρατία, το μεγάλο ανατολικό παράθυρο περιορίστηκε και προστέθηκε ένα μιχράμπ. Οι στέγες στο ανατολικό τμήμα προέρχονται από μεταγενέστερες επεμβάσεις, αλλά δεν φαίνεται να έχουν μεγάλη διαφορά από τις αρχικές. Ο ναός πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος σε μέγεθος και πιθανότατα είχε 10 διαμερίσματα και εγκάρσιο κλίτος, το οποίο όμως δεν προεξείχε. Η οροφή του κεντρικού κλίτους πρέπει να ήταν λίγο υπερυψωμένη, κρίνοντας από τη διαφορά ύψους μεταξύ ιερού και παρεκκλησίων. Βέβαια, όλα αυτά είναι υποθέσεις, που δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν από τα υπάρχοντα στοιχεία.

Δομινικανοί Μοναχοί

Οι Δομινικανοί, που έκτισαν την Αγία Σοφία, αποτελούσαν ένα μοναστικό τάγμα ιεροκηρύκων και πήραν το όνομά τους από τον ιδρυτή τους, τον Άγιο Δομίνικο. Κοιτίδα του τάγματος είναι η νότια Γαλλία και ειδικώς η περιοχή της Τουλούζης. Ο Άγιος Δομίνικος προερχόταν από τις τάξεις των Κιστερκιανών. Έτσι, υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ των δυο μοναστικών ταγμάτων, κυρίως σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική τους έκφραση. Η αρχιτεκτονική των Δομινικανών πλησιάζει αυτήν των Κιστερκιανών και διακρίνεται από μια κοινή προτίμηση προς τη λιτότητα και την αυστηρότητα της μορφής του κτηρίου. Τα οικοδομήματά τους χαρακτηρίζονταν από ταπεινότητα και μετριοφροσύνη. Οι μοναχοί όφειλαν να ακολουθούν κάποιους περιοριστικούς κανόνες ως προς το μέγεθος, τα υλικά και τη μορφή των ναών. Τα κτήριά τους δεν έφεραν πλούσιες διακοσμήσεις και το μέγεθός τους δεν επιτρεπόταν να είναι πολύ εκτεταμένο. Ωστόσο, αυτοί οι κανόνες χαλάρωσαν με την πάροδο των ετών. Δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί ακέραια δείγματα της πρώιμης τέχνης τους, όταν οι κατασκευαστικές αρχές τους θα πρέπει να εφαρμόζονταν με μεγαλύτερη πιστότητα.

Ο ναός της Αγίας Σοφίας της Ανδραβίδας είναι καθαρά δυτικός και έχει πολλά κοινά στοιχεία με άλλες εκκλησίες Δομινικανών στη Δύση. Ο Meerseman, ερευνητής της αρχιτεκτονικής του τάγματος, διαίρεσε τη δομινικανή αρχιτεκτονική σε τρεις περιόδους: η περίοδος της «σύλληψης» εκτείνεται από το 1216 έως το 1240, τα «παιδικά χρόνια» από το 1240 έως το 1264, και η «εφηβεία» από το 1264 έως το 1300. Η Αγία Σοφία πρέπει να ανήκει στη δεύτερη περίοδο, όταν οι Δομινικανοί προτιμούσαν βαθύτερη και μεγαλύτερη αψίδα και αποδεχόταν κάποια διακοσμητικά στοιχεία. Διατήρησαν, όμως, το ασκητικό και πρακτικό πνεύμα των πρώτων ετών του τάγματος. Ο ναός της Αγίας Σοφίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαρτάται μορφολογικά από μια συγκεκριμένη σχολή της Γαλλίας, αλλά δείχνει προτίμηση στις πιο οικονομικές και απλές μορφές. Στην Ανδραβίδα πρέπει να είχαν την υποστήριξη του πριγκιπάτου, μιας και ο ναός χρησίμευε ως καθεδρικός. Ακόμη και εδώ, όπου οικοδόμησαν τον κύριο ναό για τη δημόσια λατρεία της τάξης των ηγεμόνων, παρέμειναν πιστοί στις αρχές της ταπεινότητας.

Γενικά, οι μοναστικοί ναοί που κατασκευάστηκαν από δυτικούς στην Ελλάδα κατά το 13ο αι. παρουσιάζουν κοινή μορφολογία. Η Παναγία στην Ίσοβα, ο ναός στο Ζαρακά και η Αγία Σοφία στην Ανδραβίδα μοιάζουν μεταξύ τους όχι μόνο στη γενική κάτοψη, αλλά και στις λεπτομέρειες. Μπορεί να γίνει λόγος όχι τόσο για ένα συνεργείο τεχνιτών που μετακινείται, αλλά μάλλον για ένα κοινό πνεύμα στον τρόπο κατασκευής που υιοθέτησαν οι μοναχοί.

Ο Traquair ανάγει τη χρονολόγηση του ναού στις αρχές του 14ου αι. και δέχεται ότι πιθανόν ο Γοδεφρείδος Α΄ Βιλλεαρδουίνος να ήταν ο ιδρυτής του ναού, αλλά το τμήμα που σώζεται σήμερα πρέπει να είναι έργο του Γουλιέλμου, ή των πρώτων χρόνιων της κυριαρχίας των Ανδεγαυών. Ο Bon χρονολογεί το ναό λίγο πριν από το 1250, μετά την εγκατάσταση των Δομινικανών στην Πελοπόννησο, το 1240. Πιο κοντά σε αυτήν τη χρονολόγηση είναι και η Kitsiki-Panagopoulos, που θεωρεί ότι πρόκειται πιθανότατα για την Αγία Σοφία που κατασκευάστηκε από το Γοδεφρείδο Β΄ Βιλλεαρδουίνο, όπως αναφέρεται στο χρονικό του Μορέως, κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του.

Η σημασία της Αγίας Σοφίας της Ανδραβίδας είναι πολύ μεγάλη για τη μελέτη της γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, παρά το γεγονός ότι τώρα πλέον διατηρείται μόνο το τμήμα του ιερού και λίγα σπαράγματα του υπολοίπου.

 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

01 Δ.Ε. ΑΝΔΡΑΒΙΔΑΣ
02 Δ.Ε. ΒΟΥΠΡΑΣΙΑΣ
03 Δ.Ε. ΚΑΣΤΡΟΥ - ΚΥΛΛΗΝΗΣ
04 Δ.Ε. ΛΕΧΑΙΝΩΝ